- υπαυστηρός
- -ά, -όν, και ὑπαύστηρος, -ον, Α(για γεύση) οξύς, δριμύς, υπόξινος («γευσαμένῳ... ἐν τῷ γλυκεῑ ὑπαυστηράν», Διόσκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + αὐστηρός «πικρός, οξύς, στυφός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπαυστηρόν — ὑπαυστηρός somewhat harsh masc/fem acc sg ὑπαυστηρός somewhat harsh neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαυστηροί — ὑπαυστηρός somewhat harsh masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek